- άγραντος
- και -στος, -η, -ο [γραίνω]1. (για μαλλί) αυτός που δεν τόν έξαναν, ο άξαστος2. (για ενδύματα) αυτός που φθείρεται δύσκολα, ο στερεός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άγραστος — η, ο ο άγραντος* … Dictionary of Greek